Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ...

…ήταν η ΔΕΗ. Που ανήκε στο Δημόσιο και παρήγαγε φτηνό ρεύμα (το οποίο το χάριζε, σχεδόν τζάμπα, στις βιομηχανίες, και το πουλούσε ακριβά στην πλέμπα).

Τότε, πάνω στην αναμπουμπούλα της κρίσης και της γενικευμένης εκποίησης του δημόσιου πλούτου και αυτών καθαυτών των υπηκόων της χώρας από τους υπαλλήλους των ληστών και τοκογλύφων «συμμάχων», ήρθαν στο Ελλαδιστάν μερικά ευρωστελέχη.

Αφού ξεβρώμισαν τα πόδια τους στις γραφικές παραλίες (και κράτησαν σημείωση, να ζητήσουν να αλλάξει και σ’ αυτό το σημείο το κρυπτοκομμουνιστικό Σύνταγμα του Ελλαδιστάν, που τυπικά ορίζει ότι οι παραλίες ανήκουν σε όλο το λαό) κι αφού χλαπάκιασαν και μερικά κεμπάπ του θρυλικού Μπαϊρακτάρη, αποφάσισαν να περάσουν μια βόλτα από το τότε Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής – εκεί, τους είπαν, έχουμε «υπουργό» μια Μπιρμπιλομάτα, οπότε το προτίμησαν, διότι είχαν βαρεθεί τον Πάνχοντρο και τον Κλαψιαροαντρέα, με τους οποίους συναντιούνταν συνήθως.

Ήδη σιχτιρισμένοι από το γεγονός ότι στην παραλία που είχαν πάει λιάζονταν δίπλα τους (τζάμπα!) και εκατοντάδες υπήκοοι του Ελλαδιστάν, με το που την πέτυχαν στο γραφείο της, απαίτησαν ούτε λίγο ούτε πολύ την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων και του 40% των υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ σε ιδιώτες. Αλλόφρων η «υπουργός» προσπαθούσε να καταλάβει τι μύγα τσίμπησε καλοκαιριάτικα τα ευρωστελέχη – πού να ήξερε ότι έφταιγε ο συγχρωτισμός που υπέστησαν οι Επικυρίαρχοι με τους ιθαγενείς στην παραλία, συν το ότι τα κεμπάπ τους έκατσαν βαριά και άρα δικαίως είχαν τα νεύρα τους.

Εν πάση περιπτώσει, τους τράταρε καφέ, τους έσκασε χαμόγελο τσαχπίνικο, και προσπάθησε να τους καλοπιάσει: «Ρε παιδιά», τους λέει, «το Μνημόνιο δεν μιλάει για εκποίηση μονάδων της ΔΕΗ». Τι ήταν να το ξεστομίσει! Τα ευρωστελέχη εν χορώ άρχισαν να ουρλιάζουν: «Τα Μνημόνια, κυρία Υπουργέ-Κλητήρα μας, αλλάζουν. Αλλάζουν και εμπλουτίζονται. Άλλωστε, τον πρώτο λόγο έχει ο δανειστής, δηλαδή Ημείς, που ενδιαφέρεται να ανακάμψει η οικονομία, ώστε να πάρει πίσω τα χρήματα που έδωσε».

Έκανε μια ακόμη προσπάθεια η ιθαγενής Υπουργός-Κλητήρας, αυτό να της το αναγνωρίσουμε: «Μα ρε παιδιά, δεν αρκεί που συμφωνήσαμε να δίνουμε ακόμη πιο τζάμπα το ρεύμα στη χονδρική, να βολευτούν οι φίλοι σας οι βιομήχανοι, και να τσακίσουμε στις αυξήσεις την πλέμπα;». Τίποτα, ανένδοτοι οι Επικυρίαρχοι! «Θα μας δώσετε τις μονάδες παραγωγής ενέργειας κοψοχρονιά, γιατί τώρα με την κρίση έχουμε να βολέψουμε κάτι ξαδέρφια, και τελείωσε. Άντε, μη σε στείλουμε να πλύνεις κάνα πιάτο!», της απάντησαν.

Ε, σ’ αυτό το σημείο τα πήρε στο κρανίο η Μπιρμπιλομάτα. Ξύπνησαν μέσα της τα ιδανικά της νιότης της, τότε που, εκτός από σοσιαλίστρια, ήταν και λίγο φεμινίστρια, και τους λέει: «Έτσι ε; Θα το πω στον Πρωθυπουργό, και θα δείτε!». Σ’ αυτό το σημείο οι Επικυρίαρχοι, με το που άκουσαν τη λέξη «Πρωθυπουργός», αντί να τη βρίσουν άρχισαν να γελούν σχεδόν υστερικά. «Να ’σαι καλά κοπελιά», της λέει ένας που κατόρθωσε να μιλήσει μέσα στο γενικό χάχανο, «μας έκανες και διασκεδάσαμε. Άκου… Πρωθυπουργός!» – τι ήταν να ξαναπεί τη λέξη; Με το που την άκουσαν οι Επικυρίαρχοι συνέχισαν να χτυπιούνται χάμω, και έτσι, ανίκανοι ακόμη και να χαιρετήσουν, βγήκαν από το γραφείο της κοπελιάς και σχεδόν κουτρουβάλησαν χαχανίζοντας τις σκάλες ως την έξοδο.

[ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ΣΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ… Μπαίνει στο γραφείο του Επικυρίαρχου μια Μπιρμπιλομάτα, κι από πίσω της, ψιλοχαμένος, με μια ιστιοσανίδα στο χέρι, ένας ηλιοκαμένος τύπος με μουστακάκι και χαβανέζικο πουκάμισο. «Χαίρετε», λέει η κοπελιά στο ευρωστελεχό, «με θυμάστε; Που σας έδωκα κοψοχρονιά τη ΔΕΗ;». «Α ναι βρε παιδί», της απαντά το ευρωστελεχό «πολύ γέλιο είχαμε ρίξει τότε… πού χάθηκες;». «Να», του απαντά η κοπελιά, «μας πήραν τελικά με τις πέτρες, κι αυτό το κωλοελικόπτερο του βλαμμένου από ’δώ» (δείχνει τον ψιλοχαμένο) «μας άφησε στη μέση του πουθενά, και ταλαιπωρηθήκαμε μέχρι να σας βρούμε… τέλος πάντων, καμιά δουλίτσα έχετε να μας προτείνετε, διότι ξεμείναμε;». Την κοιτά πονηρούτσικα το ευρωστελεχό και της λέει: «Μα φυσικά! Πάντα έχουμε θέσεις για Κλητήρες… αν και πήξαμε αυτές τις μέρες στις αιτήσεις, κάπου θα σε χώσω». «Κι αυτόν;» ρωτάει η Μπιρμπιλομάτα, δείχνοντας τον ψιλοχαμένο με την ιστιοσανίδα (διότι κατά βάθος ήταν πονόψυχη). «Μην ανησυχείς κοπελιά, αυτόν τον θέλουν οι Αμερικάνοι, τον κάνουν λέει πολύ κέφι όταν μιλάει για σοσιαλισμό»]

Και, τελικά, ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί χειρότερα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: