Ήτανε λέει μια γριά πόρνη. Ο τελευταίος αγαπητικός, μήνες τώρα την έσερνε στα παζάρια της Δύσης προσπαθώντας να την ξεφορτωθεί. Να την πουλήσει όσο-όσο. Λέγαν πως βαστούσε από γενιά αρχοντική, στα νιάτα της ήταν πεντάμορφη, την κυνηγούσαν καν και καν: πρίγκιπες, στρατηγοί και βασιλιάδες.
Όμως εκείνη άμυαλη, νέα, ευκολόπιστη ακολουθούσε την καρδιά κι όχι το μυαλό. Θύμα του κάθε λιμοκοντόρου, αγαπητικού με τα ωραία λόγια, που της έταζε λαγούς με πετραχήλια. Τόσοι και τόσοι τρύγησαν το κορμί και τα νιάτα της βάζοντας την να κοιμάται με τον ένα και τον άλλο, πουλώντας την στον κάθε αλήτη. Τάζοντας της γάμο, παιδιά, σπιτικό. Λόγια, λόγια, λόγια…
Αφού της άρπαξαν και την τελευταία δεκάρα, την παράτησαν άφραγκη και μόνη.
Όμως να, η γυναίκα αναθάρρησε τελευταία, σκέφτηκε πως μπορεί να της γύρισε η τύχη στα στερνά- στερνά. Ο τελευταίος αγαπητικός, ο πιο νέος, που ‘χε ακουστά για κάτι λίρες που ‘κρυβε τάχα στο σεντούκι, της πούλησε πάλι το ίδιο παραμύθι: «Θα σε κάνω κυρία, θα σε σέβονται όλοι, έχεις ωριμότητα και σοφία, αξίζεις και δεν το ξέρεις» κι άλλα τέτοια σορόπια, που ρίχνανε παλιά τα κοριτσάκια.
Μα όσο κι αν έψαξε, λίρες δε βρήκε ο καινούργιος. Μόνο κάτι κεντίδια κι ασπρόρουχα που μοσχομύριζαν λεβάντα είναι η αλήθεια, αλλά τι να τα κάνει τα πανιά και τα στολίδια. Χρυσό δε βρήκε. Βαρέθηκε γρήγορα, τη σιχαινόταν κιόλας, με το ζόρι την άγγιζε, άλλα όνειρα είχε αυτός. Να πάει γαμπρός στα ξένα , στην Ευρώπη, να γίνει άρχοντας. Άρχοντας με τους αρχόντους.
Θέλησε να την ξεφορτωθεί γρήγορα, του ‘χε γίνει στενός κορσές, τον κοίταζε κι έλειωνε, του ‘λεγε πως τον αγαπούσε, πως ήταν όμορφος και ευγενικός κι άλλες τέτοιες αηδίες. Πως της θύμιζε τον πατέρα του. Είχε ακουστεί πως στα νιάτα της, όταν ήταν πεντάμορφη, είχε αγαπήσει τρελά τον πατέρα του, λεβεντάνθρωπο, καλοστεκούμενο, χουβαρντά και γλετζέ. Του τα ‘δωσε όλα. Από τότε που τον έχασε, άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Αλλά αυτό είναι τόσο παλιά ιστορία που μερικοί λένε πως μπορεί και να μην έγινε στ’ αλήθεια.
Και να τον τώρα να τη σέρνει από παζάρι σε παζάρι, προσπαθώντας να την πουλήσει όσο την αγόρασε απ’ τον προηγούμενο. Έστω πέντε τάλιρα. Να ρεφάρει βρε αδερφέ. Γιατί μεροκάματο μαζί της, δεν έβγαζε.
Την έβαψε, τη φτιασίδωσε και την πήρε αλαμπρατσέτα να την τριγυρνάει στις αγορές της Δύσης. Ξημεροβραδιάζονταν σε παζάρια, καμπαρέ, σε λιμάνια και σε κάθε λογής καταγώγια, ανάμεσα σε καπνούς και καυγάδες, μεθυσμένους ναύτες, τυχοδιώκτες, κομπιναδόρους, χωριάτες, ξεπεσμένους στρατηγούς και ανήλικες πόρνες.
Όμως κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ν’ αγοράσει αυτή την ξεπεσμένη πόρνη. Υπήρχε μεγάλη προσφορά από φρέσκο εμπόρευμα κι άλλωστε οι καιροί ήταν δύσκολοι.
Ο αγαπητικός άρχισε να χάνει την υπομονή του, βλαστημούσε την τύχη του για το φορτίο που του ‘λαχε. Η γυναίκα κουρασμένη, τσακισμένη, με βουρκωμένο βλέμμα, και πόδια βαριά, τον ακολουθούσε όπου την πήγαινε.
Αραιά και που, σήκωνε τα μάτια για να δει γύρω της μόνο βλέμματα περιπαικτικά και χυδαία. Οι φρέσκιες πόρνες την κουτσομπόλευαν, την περιγελούσαν μπροστά στα μάτια της, την έσπρωχναν. Ξαφνικά ένα ψειριάρικο χαμίνι τη φτύνει. Κοκαλώνει στη μέση του δρόμου. Εκείνος ούτε που γυρίζει να την κοιτάξει. «Έτσι μου ‘ρχεται να την παρατήσω εδώ χάμου, σκέφτεται». Μια ανήλικη με λάγνο βλέμμα και κατακόκκινα χείλη τον πλησιάζει και του λέει με ξενική προφορά, χώνοντας του στη μούρη την πίπα της : «Παλικάρι, μου δίνεις τη φωτιά σου;»
Η γυναίκα νηστική, αποκαμωμένη, έτοιμη να σωριαστεί, γυρεύοντας κάπου να στηριχτεί, του λέει με παράπονο: «Πού με πας γιέ μου; Άσε με να γυρίσω σπίτι μου».
Κείνη τη στιγμή πνίγομαι, ανοίγω το στόμα μου να φωνάξω, να ουρλιάξω: «Πού την πας ρε, αυτή η γυναίκα είναι η μάνα μου, είναι η μάνα σου. Αυτή η γυναίκα είναι η μάνα μας! Ασ’ την ήσυχη ρε…»
Η φωνή μου δε βγαίνει. Με λούζει κρύος ιδρώτας.
Ξυπνώ.
Όμως εκείνη άμυαλη, νέα, ευκολόπιστη ακολουθούσε την καρδιά κι όχι το μυαλό. Θύμα του κάθε λιμοκοντόρου, αγαπητικού με τα ωραία λόγια, που της έταζε λαγούς με πετραχήλια. Τόσοι και τόσοι τρύγησαν το κορμί και τα νιάτα της βάζοντας την να κοιμάται με τον ένα και τον άλλο, πουλώντας την στον κάθε αλήτη. Τάζοντας της γάμο, παιδιά, σπιτικό. Λόγια, λόγια, λόγια…
Αφού της άρπαξαν και την τελευταία δεκάρα, την παράτησαν άφραγκη και μόνη.
Όμως να, η γυναίκα αναθάρρησε τελευταία, σκέφτηκε πως μπορεί να της γύρισε η τύχη στα στερνά- στερνά. Ο τελευταίος αγαπητικός, ο πιο νέος, που ‘χε ακουστά για κάτι λίρες που ‘κρυβε τάχα στο σεντούκι, της πούλησε πάλι το ίδιο παραμύθι: «Θα σε κάνω κυρία, θα σε σέβονται όλοι, έχεις ωριμότητα και σοφία, αξίζεις και δεν το ξέρεις» κι άλλα τέτοια σορόπια, που ρίχνανε παλιά τα κοριτσάκια.
Μα όσο κι αν έψαξε, λίρες δε βρήκε ο καινούργιος. Μόνο κάτι κεντίδια κι ασπρόρουχα που μοσχομύριζαν λεβάντα είναι η αλήθεια, αλλά τι να τα κάνει τα πανιά και τα στολίδια. Χρυσό δε βρήκε. Βαρέθηκε γρήγορα, τη σιχαινόταν κιόλας, με το ζόρι την άγγιζε, άλλα όνειρα είχε αυτός. Να πάει γαμπρός στα ξένα , στην Ευρώπη, να γίνει άρχοντας. Άρχοντας με τους αρχόντους.
Θέλησε να την ξεφορτωθεί γρήγορα, του ‘χε γίνει στενός κορσές, τον κοίταζε κι έλειωνε, του ‘λεγε πως τον αγαπούσε, πως ήταν όμορφος και ευγενικός κι άλλες τέτοιες αηδίες. Πως της θύμιζε τον πατέρα του. Είχε ακουστεί πως στα νιάτα της, όταν ήταν πεντάμορφη, είχε αγαπήσει τρελά τον πατέρα του, λεβεντάνθρωπο, καλοστεκούμενο, χουβαρντά και γλετζέ. Του τα ‘δωσε όλα. Από τότε που τον έχασε, άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Αλλά αυτό είναι τόσο παλιά ιστορία που μερικοί λένε πως μπορεί και να μην έγινε στ’ αλήθεια.
Και να τον τώρα να τη σέρνει από παζάρι σε παζάρι, προσπαθώντας να την πουλήσει όσο την αγόρασε απ’ τον προηγούμενο. Έστω πέντε τάλιρα. Να ρεφάρει βρε αδερφέ. Γιατί μεροκάματο μαζί της, δεν έβγαζε.
Την έβαψε, τη φτιασίδωσε και την πήρε αλαμπρατσέτα να την τριγυρνάει στις αγορές της Δύσης. Ξημεροβραδιάζονταν σε παζάρια, καμπαρέ, σε λιμάνια και σε κάθε λογής καταγώγια, ανάμεσα σε καπνούς και καυγάδες, μεθυσμένους ναύτες, τυχοδιώκτες, κομπιναδόρους, χωριάτες, ξεπεσμένους στρατηγούς και ανήλικες πόρνες.
Όμως κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ν’ αγοράσει αυτή την ξεπεσμένη πόρνη. Υπήρχε μεγάλη προσφορά από φρέσκο εμπόρευμα κι άλλωστε οι καιροί ήταν δύσκολοι.
Ο αγαπητικός άρχισε να χάνει την υπομονή του, βλαστημούσε την τύχη του για το φορτίο που του ‘λαχε. Η γυναίκα κουρασμένη, τσακισμένη, με βουρκωμένο βλέμμα, και πόδια βαριά, τον ακολουθούσε όπου την πήγαινε.
Αραιά και που, σήκωνε τα μάτια για να δει γύρω της μόνο βλέμματα περιπαικτικά και χυδαία. Οι φρέσκιες πόρνες την κουτσομπόλευαν, την περιγελούσαν μπροστά στα μάτια της, την έσπρωχναν. Ξαφνικά ένα ψειριάρικο χαμίνι τη φτύνει. Κοκαλώνει στη μέση του δρόμου. Εκείνος ούτε που γυρίζει να την κοιτάξει. «Έτσι μου ‘ρχεται να την παρατήσω εδώ χάμου, σκέφτεται». Μια ανήλικη με λάγνο βλέμμα και κατακόκκινα χείλη τον πλησιάζει και του λέει με ξενική προφορά, χώνοντας του στη μούρη την πίπα της : «Παλικάρι, μου δίνεις τη φωτιά σου;»
Η γυναίκα νηστική, αποκαμωμένη, έτοιμη να σωριαστεί, γυρεύοντας κάπου να στηριχτεί, του λέει με παράπονο: «Πού με πας γιέ μου; Άσε με να γυρίσω σπίτι μου».
Κείνη τη στιγμή πνίγομαι, ανοίγω το στόμα μου να φωνάξω, να ουρλιάξω: «Πού την πας ρε, αυτή η γυναίκα είναι η μάνα μου, είναι η μάνα σου. Αυτή η γυναίκα είναι η μάνα μας! Ασ’ την ήσυχη ρε…»
Η φωνή μου δε βγαίνει. Με λούζει κρύος ιδρώτας.
Ξυπνώ.
2 σχόλια:
ά ρε αλήτες....αλήτες!φτού...
Ε όχι και αλήτες οι άνθρωποι! Αγαπητικοί είναι, και βρέθηκαν στην ανάγκη να πουλήσουν τη μάνα τους και τη μάνα μας. Μην το κάνουμε θέμα τώρα...
Δημοσίευση σχολίου